- εποικιστικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στον εποικισμό (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εποικιστικός — ή, ό [εποικιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εποικισμό («εποικιστική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δίον. Θερειανό] … Dictionary of Greek